- χουρμαδιά
- ηκοινή ονομασία του δέντρου Φοίνιξ ο δακτυλοφόρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουρμαδιά — Bλ. λ. φοίνικας. * * * και κουρμαδιά, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ ες, πληθ. τής λ. χουρμάς + κατάλ. ιά (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κουρμαδιά — κουρμαδιά, η και χουρμαδιά, η το δέντρο φοινικιά, χουρμαδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… … Dictionary of Greek
δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… … Dictionary of Greek
κουρμαδιά — η βλ. χουρμαδιά … Dictionary of Greek
φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek
φοινίκι — Όνομα 3 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκάσας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας, έδρα του … Dictionary of Greek
φοινικιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Θήρας του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο … Dictionary of Greek
όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… … Dictionary of Greek